Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ένας Γάλλος στο σχολείο μας

      Την προηγούμενη εβδομάδα έφτασε στο σχολείο μας ο Charlie Lorius. Ο Charlie είναι βοηθός καθηγητή, ζεί στην Lyon της Γαλλίας και ήρθε στην Ελλάδα μέσω ενός Ευρωπαικού προγράμματος ανταλλαγής εκπαιδευτικών. Η αρμοδιότητα του είναι να βοηθάει τον καθηγητή των Γαλλικών, όμως επειδή δεν έχει τοποθετηθεί κάποιος στο σχολείο μας σε αυτήν την θέση, προς το παρόν μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματα που γίνονται αλλά και να διδάσκει την Γαλλική γλώσσα.
      Έτσι στο προηγούμενο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας ο Charlie επισκέφθηκε την τάξη μας,  όπου και γνωριστήκαμε και συζητήσαμε στα Γαλλικά, στα Αγγλικά αλλά και στα ελάχιστα Ελληνικά που γνωρίζει.Μας είπε ότι είναι 24 χρονών και έχει σπουδάσει γεωγραφία και κοινωνιολογία.Αυτό όμως που όλοι ενδιαφερόμασταν να μάθουμε ήταν γιατί διάλεξε την Ελλάδα.Τότε εκείνος μας απάντησε ότι ο λόγος που διάλεξε την Ελλάδα ήταν γιατί ήθελε να γνωρίσει την χώρα,την κουλτούρα και την γλώσσα αλλά και γιατί είχε ακούσει πολλά για αυτήν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Γαλλίας τον τελευταίο καιρό.
      Τέλος μας ρώτησε με τι θα θέλαμε να ασχοληθούμε στο μέλλον και βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία.
                                                                                                                   Κατερίνα Σταθάκη
                                                                                                                    Β' Λυκείου

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Ιστορίες για να τρομάξετε

Διαβάζοντας τα Φαντάσματα της Μ. Ιορδανίδου, οι μαθητές της Α΄ γυμνασίου εμπνεύστηκαν να γράψουν και δικές τους παράξενες ιστορίες. Να ένα μικρό δείγμα από αυτές, για  να μην σας τρομάξουμε και πολύ:

Το τηλεχειριστήριο
Mια φορά πριν ένα χρόνο περίπου,  είχα καθίσει με τους φίλους μου να παίξουμε ηλεκτρονικό. Καθώς παίζαμε, αφήνει ένας φίλος μου το τηλεχειριστήριο γιατί είχε βαρεθεί. Ξαφνικά, εκεί δίπλα στο χώρο που παίζαμε, ακούμε έξω από το τζάμι: "Μπουπ, μπουπ, μπουπ...". Τρομάξαμε όλοι, μα δεν έφτανε αυτό. Μετά, άρχισε η παιχνιδομηχανή να παίζει μόνη της! Πάω να βάλω τα παπούτσια μου και βλέπω φως αναμμένο στο διπλανό εγκαταλειμένο σπίτι. Τότε πανικοβληθήκαμε, τρέξαμε όλοι και φύγαμε.
Αντώνης Γλυνός


Οι χτύποι
Πριν μια βδομάδα, πήγα με τους φίλους μου σε ένα στοιχειωμένο σπίτι. Όπως πηγαίναμε, συννέφιαζε και η ανάσα μας ήταν όλο και πιο βαριά. Η αδρεναλίνη είχε φτάσει στα ύψη.  Τελικά, μπαίνουμε και ακούμε κάτι σαν χτύπο ρολογιού. Από το φόβο μας, βγήκαμε κατευθείαν έξω και αφού καταλάβαμε τι ήταν αρχίσαμε να γελάμε. Ήταν οι χτύποι της καρδιάς μας αυτό που ακούγαμε!
Βίκτωρας Φράγκος

 

Οι ανεράιδες
Η κ. Ελένη Μπάβα από το Μπισκοπιό, μου είπε για τις ανεράιδες. Οι ανεράιδες λέγανε ότι ήταν κάτι ψηλοί άνθρωποι με άσπρα σεντόνια. Δεν είχαν χέρια. Για να μη μπαίνουν στα σπίτια, έβαζαν ένα σταυρουδάκι. Και στα αλώνια έβαζαν σταυρούς, επειδή οι άνθρωποι "λυχνούσαν" τη νύχτα. Ακόμα, δεν άφηναν τα παιδιά τους να περνούν αβάφτιστα από γεφύρια ή ρέματα, γιατί φοβούνταν. Τις νεράιδες τις έλεγαν αλλιώς και μεσημερούδες και λέγεται ότι όταν έβρισκαν μωρά, τα έπαιρναν.  Οι μανάδες όμως απειλούσαν τα παιδιά λέγοντας ότι θα ερχόνταν οι μεσημερούδες να τα πάρουν, αν δεν κοιμηθούν το μεσημέρι.
Κατερίνα Πολίτη

Ο καβαλάρης και το μαγκάλι
Την ιστορία αυτή που θα σας διηγηθώ μου την είχε πει ο παππούς μου, που του την είχε πει ο πατέρας του. Κάποτε σ'ένα χωριό κοντά στη Λαρδιά, οι άνθρωποι το χειμώνα, μόλις νύχτωνε, κλείνονταν στα σπίτια τους, γιατί τα μεσάνυχτα περνούσε ένας καβαλάρης πάνω στο άσπρο άλογό του. Ο καβαλάρης αυτός κάθε βράδυ σταματούσε και σ'ένα διαφορετικό σπίτι. Έμπαινε στο κατώι και έπαιρνε ό,τι εύρισκε: σύκα, κρασί, αλεύρι, λάδι, τυρί, λουκάνικα, σιτάρι κ.α. Ώσπου ένα βράδυ, κάποιος πιο τολμηρός μόλις άκουσε να περνάει έξω από το σπίτι του το άλογο με τον καβαλάρη, βγαίνει έξω. Στα χέρια του κρατούσε το μαγκάλι και του το πετάει στο κεφάλι. Τότε άκουσε μια φωνή να λέει: "Βρε κουμπάρε, μ' έκαψες!"
Από τότε έμαθαν πως το "φάντασμα" ήταν κάποιος του χωριού.
Κάτια Σαραβάνου

 

Το κρυφτό
  
Είχαμε πάει μαζί με το θείο μου και τα παιδιά του κατασκήνωση τη νύχτα. Αφού φάγαμε, είπαμε να παίξουμε κρυφτό. Τα φύλαξα πρώτος εγώ. Καθώς τους έψαχνα, βρήκα τον αδερφό μου και την ξαδέρφη μου τη μικρή, αλλά τη μεγάλη μου ξαδέρφη δεν τη βρήκα πουθενά. Είπα να πάω να ψάξω και στο νεκροταφείο εκεί κοντά. Πήρα το φακό, γιατί ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Άρχισα να την ψάχνω γύρω γύρω από το νεκροταφείο, όταν άκουσα κάτι από τον τάφο να με φωνάζει: "Ρομέο, Ρομέο!" και όπως έφευγα να με κυνηγάει η φωνή. Τότε "τα έκανα πάνω μου", φοβήθηκα και έτρεξα. Άκουσα όμως κάποιον να γελάει πίσω μου. Γύρισα και είδα την ξαδέρφη μου να γελάει μαζί μου που φοβόμουνα. Έτσι τελειώνει η δική μου ιστορία. Περιμένω ν'ακούσω τις δικές σας.
Ρομέο Μπρακάι

 

Αναπάντητα ερωτήματα

Πριν λίγες μέρες, όταν είχα πάει στην εκκλησία, άκουσα κάποιον να μου μιλάει. Ήμουν μόνος και τρόμαξα. Αμέσως, μη θέλοντας να πιστέψω τον εαυτό μου, άρχισα να ψάχνω το ιερό. Ήταν άδειο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Άναψα ένα κερί και μετά έτρεξα προς το σπίτι. Όταν πήγα, άρχισα να σκέφτομαι: Ακούγοταν σαν να με προειδοποιούσε κάποιος: "Έρχονται! Γρήγορα έλα από δω! Νάτοι έρχονται!" Μα δεν άκουγα ξεκάθαρα. Μπορεί να ήταν παιδιά που έπαιζαν κρυφτό; Αλλά μέσα στην εκκλησία βραδιάτικα; Μήπως ήταν κανένα πουλί; Αλλά τι είδους πουλί; Παπαγάλος στην εκκλησία; Ποτέ δεν θα μάθω τι είναι. Μήπως να ξαναπάω; Μήπως δεν έψαξα καλά; Έτσι έλεγα, ώσπου πήγα και αυτή τη φορά δεν άκουγα τίποτα. Περίεργο! Όπως περίεργο ήταν που ξαναπήγα φοβισμένος. Ξεπέρασα τους φόβους μου αμέσως για να ανακαλύψω κάτι άγνωστο, μα μάταια. Κάποια μέρα θα ήθελα να μάθω τι θόρυβος ήταν. Μήπως υπάρχουν φαντάσματα;
Πάντως από κείνη τη μέρα δεν φοβάμαι τίποτα!
Γιάννης Φραγκιάς










Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Πού πήγαν οι θεοί;


Φέτος ανοίγουμε το ιστολόγιό μας με ένα κείμενο μαθητή της Α΄ Γυμνασίου, καλωσορίζοντας έτσι και τα πρωτάκια στο διαδικτυακό μας στέκι.Το κείμενο βασίστηκε στο απόσπασμα του μυθιστορήματος του Τζακ Λόντον:"Ο αδάμαστος", που ανθολογείται στο σχολικό βιβλίο.





του Αντώνη Γλυνού 

της Α΄Γυμνασίου 

Από πολύ μικρό σκυλάκι, με πήραν οι θεοί και με πήγανε σ'ένα χώρο που κάθισα για δυο μήνες περίπου. Γνώρισα εκεί πολλά σκυλιά, παίζαμε μπιρίμπα και λέγαμε ανέκδοτα. Μια μέρα ένας θεός με πήρε, με έκλεισε σε ένα μεταλλικό πράγμα με ρόδες. Δεν κατάλαβα τι ήταν, πάντως κινιόταν και άκουγα κάποια να μιλάει και να δίνει εντολές, σα φάντασμα, δεν την έβλεπα.
Τέλοσπάντων, με πήγε σε ένα μεγάλο σπίτι με πολλούς χώρους και εκεί είδα ένα μικρό θεό με μια μικρή θεά. Την καλόπιασα λίγο, αλλά εκείνη "ζαμάν φου κι απάνω τούρλα". Στον κόσμο της...
Εγώ έκανα ξενάγηση στον εαυτό μου. Γύρισα όλο το σπίτι, είδα πολλούς χώρους και τέλος είδα και το σπίτι μου. Ήταν στην αυλή, μεγάλο μου φάνηκε, είχε και μπολάκι για φαγητό και νερό.
Έμεινα εκεί για τρία χρόνια...
Τώρα είμαι ένα αδέσποτο που τριγυρνάει στους δρόμους για φαγητό και νερό, χωρίς σπίτι και οικογένεια.
Πού πήγαν οι θεοί;